Αίλιος Αριστείδης: Ένας σοφιστής μεταξύ δυο εποχών
Δεύτερη σοφιστική και ύστερη αρχαιότητα
Συγγραφέας: Μπατάς Κων.Μιχάλης
Έκδοση: Εκδόσεις Σμίλη, Απρίλιος 2019
Αριθμός σελίδων: 300
ISBN: 9789606880964
Περιγραφή: Ο Αίλιος Αριστείδης, επιφανής ρήτορας των αυτοκρατορικών χρόνων (2ος αι. μ.Χ.), με τη ζωή και το έργο του αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό μεταίχμιο. Εκ πρώτης όψεως συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τα κύρια γνωρίσματα των αριστοκρατών της εποχής του: σημαντική περιουσία, ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, ανώτερη (ελληνική) παιδεία. Όμως, τα χρόνια προβλήματα υγείας τον οδηγούν, μέσω μιας αυξανόμενης εσωστρέφειας, στην αγωνιώδη αναζήτηση της ίασης, η οποία επιτυγχάνεται, έστω και προσωρινά, με τη συνδρομή του θεϊκού στοιχείου (Ασκληπιός). Η στροφή στον χώρο της θρησκείας καθορίζει την προσωπική ταυτότητά του και ο βίος του μετατρέπεται σε μια ακολουθία θαυμαστών συμβάντων (όνειρα, οράματα, επιφάνειες, προφητείες κ.α.). Γι’ αυτό ο σοφιστής μπορεί να θεωρηθεί προάγγελος της Ύστερης Αρχαιότητας, μιας ιστορικής περιόδου κατά την οποία ο άνθρωπος θέτει ως πρωταρχικό μέλημα τη σχέση με τη θεότητα, διαμορφώνοντας ανάλογα τον τρόπο σκέψης και ζωής του (προσήλωση σε μια υπέρτατη δύναμη, ασκητικές τάσεις με στόχο τη σωματική και ψυχική κάθαρση, ένταξη σε διακριτές θρησκευτικές κοινότητες.
Το βιβλίο είναι βασισμένο στη διδακτορική διατριβή του Μιχάλη Μπατά.
Ψηφιακό περιεχόμενο (link)
Περίληψη διδακτορικής διατριβής:
Η διδακτορική διατριβή ασχολείται με τον βίο, την προσωπικότητα και το έργο του Αίλιου Αριστείδη, ενός από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής και στοχεύει: α) στη μελέτη χαρακτηριστικών που εντάσσουν τον σοφιστή στην εποχή του (2ος αι. μ.Χ.), β) στην αναζήτηση της επιρροής που άσκησε αυτός σε κείμενα μεταγενέστερων λογίων, ειδικά στον τομέα της ρητορικής και γ) στην ανεύρεση θεματικών της Ύστερης Αρχαιότητας, οι οποίες παρουσιάζουν ομοιότητα με γνωρίσματα της ζωής και του έργου του Αίλιου Αριστείδη. Ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε, επιχειρήθηκε να διευκρινιστούν οι όροι Δεύτερη Σοφιστική και Ύστερη Αρχαιότητα, ώστε να προσδιοριστούν τα όρια εντός των οποίων κινείται η διατριβή. Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική επινοήθηκε από τον Φιλόστρατο, στο έργο του «Βίοι Σοφιστών», ώστε να προσεγγίσει μεθοδολογικά το πνευματικό φαινόμενο με το οποίο ασχολείται, επιδιώκοντας να διαμορφώσει τα κριτήρια ένταξης κάποιων ατόμων στην εν λόγω κίνηση. Λαμβάνοντας υπόψη τα γνωρίσματα αυτών των προσώπων (ευγενής καταγωγή, πλούτος, ανώτερη παιδεία, ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα κ.α.), ως περίοδος ακμής της σοφιστικής κίνησης θεωρήθηκε το χρονικό διάστημα από την εποχή του Πλουτάρχου και του Δίωνα Χρυσόστομου, οι οποίοι θεωρούνται προδρομικές μορφές της Δεύτερης Σοφιστικής, ως την εποχή του συγγραφέα των «Βίων Σοφιστών», Φιλόστρατου (μέσα 3ου αι. μ.Χ.). Όμως, αυτό το χρονολογικό όριο δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με απόλυτο τρόπο, εφόσον σε επιγραφικές μαρτυρίες, προερχόμενες από ολόκληρο τον 3ο αι. μ.Χ., εντοπίζονται αναφορές σε σοφιστές και ρήτορες με τα χαρακτηριστικά των, βιογραφούμενων από τον Φιλόστρατο, προσώπων. Από την άλλη πλευρά, η Ύστερη Αρχαιότητα είναι μια ιστορική περίοδος που η οριοθέτησή της αποτελεί ως σήμερα αντικείμενο διαπραγμάτευσης και δεν παρατηρείται συμφωνία των μελετητών ούτε ως προς το θέμα της αφετηρίας της ούτε ως προς το τέλος της. Όμως, παρά τις όποιες διαφωνίες, η εν λόγω ιστορική περίοδος χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό επίπεδο: τα κύρια γνωρίσματα των τομέων αυτών, που διατηρούνταν επί αιώνες σ’έναν εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο (κυρίως γύρω από τη Μεσόγειο, χωρίς να αποκλείονται και περιοχές, όπως η Βόρεια Ευρώπη, η Εγγύς Ανατολή κ.α.), μετασχηματίζονται ριζικά, παρά την ύπαρξη και στοιχείων που συνεχίζουν το «κλασικό παρελθόν» (π.χ. οδηγούμαστε από τον παγανιστικό στον χριστιανικό κόσμο και από ένα οικουμενικό Ρωμαϊκό κράτος σε μια διάσπασή του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία της ανατολικής Μεσογείου, στα «βαρβαρικά κράτη» της Δύσης και στις περιοχές επικράτησης του Ισλάμ). Έτσι, ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης του κάθε ερευνητή, τα όρια (γεωγραφικά και χρονολογικά) της Ύστερης Αρχαιότητας παρουσιάζουν αυξομειώσεις. Στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη η οριοθέτηση του όρου Ύστερη Αρχαιότητα πραγματοποιήθηκε με κριτήριο τις διαθέσιμες πηγές, δηλαδή τις αναφορές μεταγενέστερων συγγραφέων στο πρόσωπο και το έργο του Αυτές διακρίνονται σε δύο ομάδες: α) όσες εμφανίζονται από την εποχή του σοφιστή (αττικιστής Φρύνιχος) και φτάνουν ως τον 6ο αι. μ.Χ. (φιλόσοφος Ολυμπιόδωρος) και β) εκείνες που πραγματοποιούνται από βυζαντινούς συγγραφείς του 11ου-14ου αι. (Μιχαήλ Ψελλός, Θεόδωρος Μετοχίτης κ.α.). Βάσει αυτών, η έρευνα περιορίστηκε στις πηγές της πρώτης κατηγορίας, διότι κατά την περίοδο αυτή διαπιστώνεται η επίδραση που άσκησε ο σοφιστής με το έργο σε μεταγενέστερους λογίους, ενώ, παράλληλα, η πλειοψηφία των μελετητών της Ύστερης Αρχαιότητας εντοπίζει σ’αυτούς τους αιώνες (ιδιαίτερα στον 3ο και 4ο αι. μ.Χ.) τους σημαντικότερους μετασχηματισμούς, οι οποίοι διαφοροποίησαν τον χαρακτήρα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Κατά τη σύνταξη της διατριβής ακολουθήθηκαν, επίσης, οι εξής κατευθύνσεις: α) πραγματοποιήθηκε ενδελεχής μελέτη των πρωτογενών πηγών (κείμενα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες), ώστε να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά της προσωπικής ταυτότητας του Αίλιου Αριστείδη που τον εντάσσουν στην ιστορική, πολιτική, κοινωνική, πνευματική-πολιτιστική, θρησκευτική πραγματικότητα της εποχής του αλλά κι εκείνα τα γνωρίσματα που τον διαφοροποιούν από τους υπόλοιπους σοφιστές και τον καθιστούν προπομπό εξελίξεων της Ύστερης Αρχαιότητας (κυρίως στον θρησκευτικό τομέα). β) Συγκεντρώθηκαν οι μαρτυρίες μεταγενέστερων λογίων (3ος-6ος αι. μ.Χ.), προκειμένου να διαφανούν οι απόψεις που κυριάρχησαν για τον Αίλιο Αριστείδη (την παιδεία, τις ρητορικές ικανότητές του, το ήθος και το έργο του) αλλά και ο βαθμός επίδρασης που άσκησε ο σοφιστής σ’αυτούς. γ) Εντοπίστηκαν θεματικές του έργου του με διαχρονικό χαρακτήρα (π.χ. διαμάχη ρητορικής-φιλοσοφίας, οικουμενικότητα Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εγκώμιο ηγεμόνα), οι οποίες εμφανίστηκαν μεν σε προγενέστερες εποχές αλλά αναπτύσσονται και σε συγγραφείς που έδρασαν μετά τον Αίλιο Αριστείδη, ώστε να διαπιστωθεί η συμβολή του σοφιστή ως «κρίκου» στην «αλυσίδα» πραγμάτευσής τους. Συμπεράσματα: α) ο Αίλιος Αριστείδης ενσωματώνει αρκετά από τα αντιπροσωπευτικότερα γνωρίσματα της σοφιστικής κίνησης. Προέρχεται από τον γεωγραφικό χώρο της ελληνόφωνης Ανατολής, κατάγεται από εύπορη οικογένεια, κατέχει σημαντική περιουσία, αποτελεί μέλος του ανώτερου κοινωνικού στρώματος (στα έργα του υπερασπίζεται την ιδεολογία της διοικητικής αριστοκρατίας των πόλεων), διαθέτει ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα και λαμβάνει ανώτερη παιδεία, προσανατολισμένη στο κλασικό παρελθόν του ελληνισμού. Οι επιδόσεις του στον τομέα της ρητορικής τον καθιστούν έναν από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής, ο οποίος, εναρμονιζόμενος με τις πρακτικές των υπόλοιπων σοφιστών, παραδίδει διαλέξεις σε πόλεις, ιερά και πανηγύρεις, ενώ αναπτύσσει κι έντονη συγγραφική δραστηριότητα.β) Η φήμη του Αίλιου Αριστείδη για τις παιδευτικές ικανότητές του είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από την εποχή του, να εμφανίζονται συχνές μνείες γι’αυτόν σε έργα άλλων συγγραφέων. Αυτές διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: 1) όσες αναφέρονται στον σοφιστή με τρόπο επαινετικό για τις ρητορικές ικανότητές του, τον χειρισμό της αττικής γλώσσας, την εντύπωση που προκάλεσαν κάποιοι λόγοι του και το ανώτερο ήθος του (Φρύνιχος, Αψίνης, Ερμογένης, Μένανδρος Ρήτορας, Λιβάνιος κ.α.) και 2) εκείνες που καταφέρονται εναντίον του Αίλιου Αριστείδη, επικρίνοντας δριμύτατα στοιχεία του χαρακτήρα του και κυρίως τις απόψεις που διατύπωσε κατά του Πλάτωνα και του φιλοσοφικού βίου στους λεγόμενους «πλατωνικούς» λόγους του• οι τελευταίες επικρίσεις προέρχονται από τους εκπροσώπους του νεοπλατωνισμού. γ) Μια σειρά από άλλα γνωρίσματα της προσωπικότητας του Αίλιου Αριστείδη τον διαφοροποιούν από τους άλλους εκπροσώπους της Δεύτερης Σοφιστικής: 1) εκθειάζει την ευγενή καταγωγή ατόμων και πόλεων αλλά δεν αποκαλύπτει στοιχεία για την οικογένειά του, συνδεόμενος κυρίως με τους τροφείς του, 2) διάγει σημαντικό μέρος του βίου του σε πόλεις της ελληνόφωνης Ανατολής (π.χ. Σμύρνη) αλλά συγχρόνως αποσύρεται συχνά σε εξοχικές κατοικίες, διακρινόμενος για τις φυσιολατρικές τάσεις του, 3) υπερασπίζεται την ιδεολογία της διοικητικής αριστοκρατίας των πόλεων αλλά απέχει από τις δύο αντιπροσωπευτικότερες ενέργειές τους, την ανάληψη αξιωμάτων και την πράγματοποίηση ευεργεσιών, 4) συμπεριλαμβάνει στα έργα του στοιχεία της ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας αλλά δε λαμβάνει ενεργό ρόλο στην αυτοκρατορική λατρεία και περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα το ταξίδι του στη Ρώμη, 5) προβάλλει τις παιδευτικές ικανότητές του αλλά αποφεύγει να μεταδώσει την εξαίρετη παιδεία του με την παροχή μαθημάτων στους νέους ή την ίδρυση σχολής και 6) διατηρεί απέναντι στη θρησκεία μια ιδιαίτερη στάση, που συνίσταται στη διαμόρφωση μιας στενής, προσωπικής σχέσης με μια θεότητα, τον Ασκληπιό. δ) Τα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής ταυτότητας του Αίλιου Αριστείδη είναι αυτά που τον συνδέουν κυρίως με την Ύστερη Αρχαιότητα και ιδιαίτερα με τα δύο κυρίαρχα ρεύματα της εποχής, τον χριστιανισμό και το νεοπλατωνισμό. Τέτοια είναι: 1) η θεοποίηση της παιδείας, 2) η προσωπική σύνδεση κι επικοινωνία με το θεϊκό στοιχείο, 3) οι μονοθεϊστικές τάσεις, 4) η σημασία που προσδίδεται σε κάποια ιερά κείμενα, 5) το συμβολικό-τελετουργικό περιεχόμενο ονομάτων κι επικλήσεων, 5) η πίστη στην ύπαρξη προφητικών ονείρων και θεϊκών επιφανειών, 6) η εναρμόνιση με ασκητικές μορφές βίου και 7) η διαμόρφωση κοινοτήτων θρησκευτικού χαρακτήρα.ε) Τέλος, αξίζει να σημειωθούν και ορισμένα γνωρίσματα ενός «θείου ανδρός» που εντοπίζονται στις αυτοβιογραφικές πληροφορίες του Αίλιου Αριστείδη: θεϊκά όνειρα ή οράματα, προφητείες, θαυματουργές θεραπείες, έλεγχος των στοιχείων της φύσης κ.α.). Αυτή η ατελής εικόνα του «θείου ανδρός» αναπτύσσεται κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (εποχή, κατά την οποία η θρησκεία διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο), τόσο στα πλαίσια του νεοπλατωνισμού (π.χ. έργα, όπως οι βίοι του Πυθαγόρα από τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο, ο βίος του Πρόκλου από τον Μαρίνο κ.α., που διαμορφώνουν τον τύπο του νεοπλατωνικού θεουργού), όσο κι εντός της χριστιανικής θρησκείας (ο χριστιανός άγιος, ασκητής, μοναχός ή επίσκοπος).