Όταν τα δίδυμα αδελφάκια, ο Σάκης και ο Τάκης το σκάνε από το σπίτι, νύχτα, για να γνωρίσουν μόνα τους τη μεγάλη πόλη, η περιπέτεια αρχίζει. Παιχνίδι, εμπειρίες, αλλά και κίνδυνοι πολλοί μέσα στη νύχτα. Ένα αδέσποτο σκυλί και ένα αδέσποτο μπαλόνι, φόβος και χαρά. Τελικά, θα τα καταφέρουν να γυρίσουν πίσω στο σπίτι, πριν ξημερώσει;
ΠερισσότεραΤη φλόγα για την έναρξη των Μεγάλων Αγώνων της Αθήνας θα την άναβε στο Στάδιο ο Πινόκιο. Τι τύχη! Τι τιμή! Ο Πινόκιο λαμπαδηδρόμος! Όμως, τρέχοντας με τους φίλους του παρέα, θα ξεστρατίσει για να φτιάξει στην ακροθαλασσιά μια πεντανόστιμη ψαρόσουπα με πολύχρωμα ζωγραφιστά ψάρια, θα ζήσει τρελές περιπέτειες σε λούνα παρκ, έξω από την Αθήνα, θα κοιμηθεί σ΄ ένα μποστάνι με παραμυθένια καρπούζια… Τελικά, θα προλάβει ν΄ ανάψει και τη μεγάλη φλόγα των Μεγάλων Αγώνων της Αθήνας;
ΠερισσότεραΑπίστευτο κι όμως αληθινό: κατέφτασε και ο Πινόκιο στην Αθήνα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες! Θέλει κι αυτός να είναι εκεί, παρών στο μεγάλο γεγονός. Να πάρει μέρος στους Αγώνες, αλλά και να μάθει. Να θαυμάσει το Καλλιμάρμαρο Στάδιο και τα αγάλματα των αθλητών που κοσμούν την Αθήνα. Ξεκινάει από το άγαλμα του Δισκοβόλου. Μια καινούργια φιλία γεννιέται ανάμεσα στο χάλκινο άγαλμα και το ξύλινο αγόρι και μαζί της αρχίζει η περιπέτεια, όπου μπλέκεται το όνειρο με την πραγματικότητα, η ευαισθησία με τη γνώση και το χιούμορ.
ΠερισσότεραΜε το μυθιστόρημά της αυτό η Μαρία Λαμπαδαρίδου – Πόθου ζωντανεύει τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου. Λεπτό το λεπτό καταγράφει τις πενήντα επτά ημέρες της πολιορκίας έως την Άλωση. Με λόγο δυνατό, ζωντανό, με αναλυτική διείσδυση, δίνει την ύστατη εκείνη αγωνία, τον ύστατο αγώνα, που στάθηκε ορόσημο στη νεότερη ιστορία του ελληνισμού. Όμως, πέρα από αυτό, και με μυθικό άξονα τον ήρωά της, δίνει τη συγκλονιστική πορεία της παρακμής του Βυζαντίου, καθώς και την οδυνηρή περιπέτεια του ελληνισμού μετά την καταστροφή.
ΠερισσότεραΜία ιστορία που μιλάει για το αλλιώτικα διαφορετικό, που είναι, όμως, το ίδιο όμορφο και σημαντικό.
ΠερισσότεραΜια ανθοφορία στιγμών απόδρασης από τον αχανή βυθό του σκότους στο αεινεκές φως του ήλιου είναι η ποίηση μου αυτή.
Είναι κύημα καταπιεσμένης δημιουργίας που έσπασε τα δεσμά της πανδημίας αναζητώντας φτερούγες.
Η φαντασία πήρε τους δρόμους της αλητείας, ενώ η πέννα τής απόδρασης.
Υπήρχε ανάγκη εκτόνωσης και οι στιγμές έπρεπε να επιζήσουν.
Αναζητούσαν λίγο χρώμα, λίγη διάνθιση από θαλασσί, από έρωτα, από απιστία και προσευχή.
Έπρεπε να ανθοφορήσουν ανάμεσα στα αποσιωπητικά τους!