Ανάμεσα σε δυο πατρίδες
Συγγραφέας: Μπουτλούκου-Βρεττάκη Ευαγγελία
Έκδοση: Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1999
Επιμέλεια έκδοσης: Βρεττάκη-Δάβου Τίνα
Αριθμός σελίδων: 78
Περιγραφή:
Την Ευαγγελία Μπουτλούκου γνώρισα από το πρώτο βιβλίο της, το «Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα», στο οποίο με έναν δικό της προσωπικό τρόπο μας περιέγραψε με γλαφυρότητα τη ζωή της Λήμνου κατά την περίοδο της κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Νοσταλγώντας, αναπόφευκτα λόγω παιδικής ηλικίας, εκείνη την εποχή, δεν την ωραιοποιεί, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά θυμάται και τις όμορφες στιγμές και τις δυσκολίες που έζησε.
Με το νέο της βιβλίο, το «Ανάμεσα σε δυο πατρίδες», συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο την αφήγηση, αφού χρονολογικά έπεται του πρώτου. Σ’ αυτό καταγράφει το κυρίαρχο γεγονός που έζησε η κοινωνία της Λήμνου μετά το 1950, το οποίο ήταν η μετανάστευση. Μια μετανάστευση διαφορετικού τύπου όμως. Που δεν θύμιζε σε τίποτε τον ξενιτεμό των παλιότερων χρόνων. Οι Λημνιοί από πολύ παλιά ήταν συνηθισμένοι με την ιδέα του ξενιτεμού. Κατά εκατοντάδες έφευγαν στην Αίγυπτο, στη Μικρασία, στην Αθήνα προς αναζήτηση τύχης. Αλλά εκείνη η μετανάστευση συχνά είχε την έννοια της προσωρινότητας. Διότι διατηρούσαν την επαφή τους με το νησί, το επισκέπτονταν κατά καιρούς, παντρεύονταν κοπέλες από το χωριό τους και αρκετοί μόλις καζάντιζαν επέστρεφαν για μόνιμη εγκατάσταση στο νησί.
Όμως η μετανάστευση της δεκαετίας του ’50 σε Αυστραλία, ΗΠΑ και Καναδά είχε χαρακτήρα ξεριζωμού. «Άδειασε κι ερήμωσε το όμορφο νησί», όπως χαρακτηριστικά λέει σε κάποιο στίχο της συγγραφέας μέσα στο βιβλίο. Το μαντίλι του αποχαιρετισμού και η τελευταία ματιά από το κατάστρωμα του πλοίου, ήταν για πολλούς η τελευταία εικόνα, η οριστική, που είχαν από την πατρίδα.
Η τεράστια απόσταση έκανε απαγορευτική κάθε σκέψη για τακτική επαφή με την πατρίδα. Μάτωσε κυριολεκτικά το νησί εκείνα τα χρόνια. Το πιο ζωντανό κομμάτι του χάθηκε για πάντα. Ο Λημνιός έφευγε από τον τόπο που τον γέννησε και τον αγάπησε αλλά δεν μπορούσε να τον θρέψει. Συχνά μάλιστα αισθανόταν τύψεις γι’ αυτό, κυρίως γιατί άφηνε πίσω τους γονείς του και δεν μπορούσε να επιστρέψει ούτε για να τους συμπαρασταθεί στις τελευταίες τους στιγμές, να πάρει την ευχή τους και να τους κλείσει τα μάτια. Απόμεινε η Λήμνος ένας πληγωμένος τόπος. «Ο τόπος που πληγώσαμε», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αντώνης Διακουμής, ένας ευαίσθητος συγγραφέας από την Αγιά-Σοφία.
Αυτά τα συναισθήματα προσπαθεί να διακινήσει η συγγραφέας στο έργο που παρουσιάζεται σήμερα. Συναισθήματα, τα οποία σε μικρότερο βαθμό έζησε και η ίδια, αφού έφυγε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, προς αναζήτηση τύχης. Ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου -μετανάστης στην Αυστραλία- αισθάνεται μετέωρος ανάμεσα στη γενέτειρά του και τη νέα του πατρίδα. Ανάμεσα στη γη της Λήμνου που του έδωσε τη ζωή, που έχει συνδεθεί με τις ανεξίτηλες μνήμες των παιδικών του χρόνων, τη γη που έζησαν οι γονείς και οι πρόγονοί του, που ζουν τα αδέρφια του, οι φίλοι και οι συγγενείς του και την Αυστραλία, τον τόπο που του έδωσε δουλειά, που του πρόσφερε την ευκαιρία να προκόψει, που έστησε το σπιτικό του, που είναι η πατρίδα των παιδιών του.
Επιστρέφει, λοιπόν, ο ήρωας μας, γεμάτος νοσταλγία, αλλά και με τύψεις που δεν κατάφερε να σταθεί όσο θα ήθελε στους γονείς και ιδιαίτερα στη μάνα του, όταν τον χρειάστηκαν. Στην επιστροφή του αυτή στη γενέτειρα φέρνει και την οικογένειά του, τη σύζυγο και τα παιδιά του, αλλά τελικά είναι μόνος. Διότι αυτός είναι ο μοναδικός κρίκος που συνδέει την παλιά του πατρίδα με την τωρινή.
Αισθάνεται βαρύ αυτό το φορτίο, αυτή την διπλή έλξη προς τις δύο πατρίδες, και τελικά προσπαθώντας ν’ αλαφρώσει αποφασίζει μέσα του ότι πρώτα απ’ όλα είναι Λημνιός. Ναι, ζει στην Αυστραλία, εργάζεται εκεί, μεγαλώνει και μορφώνει τα παιδιά του εκεί, αλλά ο ίδιος θα μιλά σαν Λημνιός, θα αναζητά το τυρί, το κρασί, το ούζο, τα γλυκά του τόπου του, θα κάνει παρέα με συντοπίτες του μετανάστες σαν κι αυτόν ώστε μαζί να θυμούνται αυτά που θα ήθελαν να ζήσουν στο νησί τους, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να μη το καταφέρουν.
Έτσι θέλει τον μετανάστη η Ευαγγελία Μπουτλούκου κι έτσι πιστεύω ότι συνέβη με την πλειοψηφία των Λημνίων μεταναστών στις υπερπόντιες χώρες.
Νομίζω ότι όσοι θέλουν να θυμηθούν ή να γνωρίσουν -οι νεότεροι- εκείνη την δύσκολη για τη Λήμνο και για την Ελλάδα γενικότερα περίοδο, αξίζει να διαβάσουν τούτο το βιβλίο.
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ανδρονίου 18/8/1999