Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα

Blog Single

Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα

Συγγραφείς: Μπουτλούκου-Βρεττάκη Ευαγγελία, Βρεττάκη-Δάβου Τίνα
Έκδοση: Εκδόσεις Δωδώνη, 1995
Αριθμός σελίδων: 150

Παρουσίαση Εφημερίδα Λημνιακοί Παλμοί 4/6/1996, Περιοδικό Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα τεύχος 51, Ιούλιος-Αύγουστος 1996 σελ.347

Τον τελευταίο καιρό έχουν πυκνώσει οι εκδόσεις αφηγηματικών βιβλίων, στα οποία οι συγγραφείς νιώθουν την ανάγκη να εξιστορήσουν τα δρώμενα της παιδικής και της εφηβικής τους ηλικίας. Κάποιοι το καταφέρνουν με επιτυχία, αποτυπώνοντας το γενικότερο κλίμα της εποχής που αφηγούνται. Όμως οι περισσότεροι αναλίσκονται στην παράθεση γεγονότων και αναμνήσεων, τα οποία ελάχιστα ενδιαφέρουν τους υπόλοιπους, εκτός από ένα στενό κύκλο του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του συγγραφέα.
Με τις πιο πάνω σκέψεις δυσπιστίας, άνοιξα το βιβλίο των δύο Λημνιών συγγραφέων (μάνας και θυγατέρας), με τον παράξενο τίτλο: «Πανωπέτσι, κατωπέτσι και ψίχα», που αντιστοιχούν στα τρία μέρη του καρβελιού, δηλαδή το επάνω πετσί (πετσί: το ξερό περίβλημα του καρβελιού, η κόρα), το κάτω πετσί και την ψίχα. Το κριθαρένιο ψωμί αποτελούσε τη μοναδική τροφή των φτωχών κατοίκων της Λήμνου και για να ξεγελάν την πείνα τους έλεγαν πως τρώνε τρία φαγητά μαζί, το πανωπέτσ’, το κατωπέτσ’ και την ψίχα.
Από τις πρώτες σελίδες φαίνεται ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο της σειράς. Ο αναγνώστης μαγνητίζεται και κυριολεκτικά ρουφά το περιεχόμενο. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν τις αναμνήσεις της κ. Ευαγγελίας Μπουτλούκου (προφανώς), από τη ζωή της στο Κοντοπούλι της Λήμνου κατά την Κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, για ν’ αναπαραστήσουν με γλαφυρό κι εύληπτο τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης των κεχαγιάδων του νησιού, δηλαδή των φτωχών αγροτοκτηνοτρόφων που αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων του. Το βιβλίο δεν περιέχει ωραιοποιημένες από το χρόνο αναμνήσεις, όπως πολύ συχνά γίνεται. Πρόκειται για μια κατάθεση ψυχής, όπου εναλλάσσονται το δράμα και η νοσταλγία. Οι συγγραφείς «θυμούνται» και αφηγούνται με λεπτομέρειες τόσο τις χαρούμενες στιγμές, όσο και τις στιγμές αγωνίας για την επιβίωση, που ήταν κι οι περισσότερες.
Το αφήγημα μπορεί να διαβαστεί διπλά. Ο απλός, ο μη απαιτητικός αναγνώστης, αν είναι Λημνιός θα θυμηθεί και θα ξαναζήσει την παιδική του ηλικία. Τις μαρμαρίτες, τα κλήκια, το σφάξιμο των γουρτζελιών, τα κάλαντα των μεγάλων γιορτών, τις μακαρούνες, το κολλυβόζμο, το νεροκβάνημα, αλλά και τη σκληρή ζωή στο θέρος, στο μπαμπάκι, στον αύκο, στις μάντρες, την ανέχεια που οδηγούσε τ’ αγόρια στη μετανάστευση και τα κορίτσια υπηρέτριες σε πλουσιόσπιτα. Ο μη Λημνιός αναγνώστης σίγουρα θα βρει μια γλαφυρή εξιστόρηση της ζωής στην ελληνική επαρχία του ’50, που δεν κρύβει τα δυσάρεστες, αλλά και δεν ξεχνά τα ευχάριστες πλευρές της.
Όμως πολύ ενδιαφέρον θα βρει το βιβλίο και ο απαιτητικός αναγνώστης. Γιατί στις σελίδες του καταγράφονται δεκάδες έθιμα, θρύλοι, παραδόσεις, προλήψεις, τραγούδια, γνωμικά, τοπικές λέξεις, συνήθειες κ.ά. ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία, που σιγά-σιγά εκλείπουν, αν δεν έχουν εξαφανιστεί ήδη. Αυτή η πλευρά του βιβλίου είναι νομίζουμε η πιο ενδιαφέρουσα. Στο μέλλον θ’ αποτελέσει σίγουρα εργαλείο στα χέρια των λαογράφων, εθνογράφων και ιστοριογράφων της Λήμνου.
Θα κλείσουμε με μια παρατήρηση και μια παρότρυνση. Η παρατήρηση είναι ιστοριοδιφικού χαρακτήρα. Γνώμη μας είναι ότι θα βελτίωνε το χαρακτήρα του βιβλίου η χρησιμοποίηση των αυθεντικών ονομάτων, τα οποία οι συγγραφείς δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν όταν αναφέρονται στους εξόριστους στη Λήμνο Ρίτσο, Κατράκη, Καρούζο, αλλά το αποφεύγουν όταν πρόκειται για Λημνιούς. Τι νόημα λόγου χάρη έχει η αναφορά του Βόντηλα ως Δάνηλα; Η παρότρυνση μου προς τις συγγραφείς είναι να συνεχίσουν την καταγραφή αναμνήσεων από τη Λήμνο. Έχουν τόσο το χάρισμα της αφήγησης, όσο και τα βιώματα.

Το εξώφυλλο του βιβλίου
Μοιραστείτε το!

Σχετικά Άρθρα: